- καφενές
- ο(λ. τουρκ.), καφενείο: Δε θέλω να συχνάζεις στον καφενέ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καφενές — ο καφενείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kahve hane (kahve «καφές + hane «σπίτι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδάμ. Κοραή] … Dictionary of Greek
Turkish coffee — A cup of Turkish coffee. Turkish coffee (also Arabic coffee, Armenian coffee, Greek coffee, and more) is a method of preparing coffee where finely powdered roast coffee beans are boiled in a pot (cezve), with sugar according to taste, before… … Wikipedia
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek
καφενεδάκι — το (υποκορ. τού καφενές*) μικρό καφενείο … Dictionary of Greek
καφενόβιος — ο αυτός που περνά το μεγαλύτερο μέρος τής ημέρας στα καφενεία, ο αργόσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφενές + βιος (< βίος), πρβλ. νυκτό βιος, ταβερνό βιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γκολντόνι, Κάρλο — (Carlo Goldoni, Βενετία 1707 – Παρίσι 1793). Ιταλός κωμωδιογράφος. Από μικρός έδειξε εξαιρετική αγάπη για το θέατρο και σε ηλικία μόλις 8 ετών έγραψε το πρώτο έργο του για το οικογενειακό θεατράκι. Καθώς ο πατέρας του ήταν γιατρός και πήγαινε από … Dictionary of Greek
cafea — CAFEÁ, (2) cafele, s.f. 1. (Cu sens colectiv) Sămânţa arborelui de cafea. 2. Băutură preparată din cafea (1) prăjită şi râşnită sau dintr un surogat. – Din tc. kahve, ngr. kafés, fr. café. Trimis de valeriu, 01.02.2003. Sursa: DEX 98 CAFEÁ s. v … Dicționar Român
καφενεδάκι — το υποκορ. του καφενές μικρό καφενείο: Θα είμαι στο καφενεδάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)